- αεροπόρος
- Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των άκρων, ταχυκαρδία και αρτηριακή υπέρταση. Οι βαρύτερες περιπτώσεις παρουσιάζουν σοβαρές πεπτικές και καρδιοαγγειακές διαταραχές και καταλήγουν στη λεγόμενη αερονεύρωση ή νεύρωση των α., κατά την οποία επικρατούν ψυχικές διαταραχές.
* * *ο (Α ἀεροπόρος, -ον)νεοελλ.1. ο ειδικός στον χειρισμό αεροσκάφους, πιλότοςαρχ.αυτός που διασχίζει τον αέρα, που πορεύεται διαμέσου τού αέρα, αεροδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + πόρος (πρβλ. και ποντο-πόρος, ὁδοι-πόρος) < πορ- ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος τής ρίζας περ-, πρβλ. πείρω (< *περ-yo) «τρυπώ, διαπερνώ» και κατ’ επέκταση «διασχίζω».ΠΑΡ. (αρχ. ἀεροπορῶνεοελλ.αεροπορία, αεροπορικος].
Dictionary of Greek. 2013.